- φιαλωτός
- φιαλωτός, ϑρίδακες φιαλωταί, Kopfsalat, der wie ein Teller rund in die Breite, nicht in die Lange wächst
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιαλωτός — ή, ό / φιαλωτός, ή, όν, ΝΜ [φιαλῶ] φιαλοειδής … Dictionary of Greek
φιαλωτός — ή, ό ο κοίλος και στρογγυλόσχημος όπως η φιάλη, που έχει σχήμα μπουκαλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιαλωτάς — φιαλωτά̱ς , φιαλωτός saucer shaped fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)